αμάξι

αμάξι
το (Α ἁμάξιον)
1. μικρή άμαξα, αμαξάκι ή απλώς άμαξα
2. νεοελλ. αυτοκίνητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμάξιον*, υποκορ. της λ. ἅμαξα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξιά.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμαξόδρομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμάξι — το ιού, σπν. σήμερα το τροχοφόρο που σέρνουν άλογα· κυρίως σημαίνει το αυτοκίνητο: Αγοράσαμε καινούριο αμάξι. – Πήγαμε στο χωριό με το αμάξι μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁμαξιτέων — ἁμαξῑτέων , ἁμαξίτης of masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαξιτῶν — ἁμαξῑτῶν , ἁμαξίτης of masc gen pl ἁμαξιτός ibo masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαξάκι — το 1. μικρή άμαξα, μικρό αμάξι 2. χειροκίνητο αμάξι, επάνω στο οποίο τα νήπια μεταφέρονται σε περίπατο, καρότσι, καροτσάκι 3. παιδικό παιχνίδι, ομοίωμα άμαξας 4. το κάθισμα που είναι προσαρτημένο δίπλα σε μοτοσυκλέτα (διεθνής ονομασία σάιντ καρ) …   Dictionary of Greek

  • αμαξάρα — η (μεγεθυντικό τού άμαξα) μεγάλη άμαξα, μεγάλο αμάξι, εντυπωσιακό αυτοκίνητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή αμάξι + μεγεθ. κατάλ. άρα] …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • καροτσάκι — το 1. χειροκίνητο αμάξι για μεταφορά πραγμάτων 2. το ειδικό αμάξι για τα νήπια και τα βρέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρότσ ι (όταν η υποκορ. σημ. τού τελευταίου έπαψε να γίνεται αντιληπτή) + υποκορ. κατάλ. άκι (πρβλ. παιδ άκι, σκυλ άκι)] …   Dictionary of Greek

  • καρότσι — το 1. χειροκίνητο μικρό αμάξι για μεταφορά πραγμάτων 2. το ειδικό αμάξι για τα νήπια και τα βρέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρότσ α + υποκορ. κατάλ. ι(ον), πρβλ. παιδ ί(ον), σκυλ ί(ον)] …   Dictionary of Greek

  • περιέλασις — άσεως, ἡ, Α [περιελαύνω] 1. το να μετακινείται κανείς επάνω σε αμάξι («κάθηται ἐν τῇ ἁμάξῃ... διὰ τὰς μεταστάσιας καὶ τὰς περιελάσιας», Ηρόδ.) 2. το να εκτοξεύει κανείς ολόγυρα κάτι 3. δρόμος κατάλληλος για μετακίνηση με αμάξι, λεωφόρος …   Dictionary of Greek

  • Babakale — Hilfe zu Wappen …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”